- οφρύς
- η (Α ὀφρῡς και ὀφρύς)1. το έπαρμα που βρίσκεται πάνω από την οφθαλμική κόγχη μαζί με το τοξοειδές τριχωτό δέρμα που τό καλύπτει, το φρύδι2. φρ. «οφρύς λόφου [ή όρους]» — το χείλος γκρεμού, και, γενικά, το κράσπεδο οποιουδήποτε υψώματοςνεοελλ.1. (τοπογρ.) η χαρακτηριστική καμπύλη ενός υψώματος ή όρους η οποία διαχωρίζει το ανώτερο μέρος του, δηλ. την κορυφή, από τον κορμό του, δηλ. τις πλαγιές του2. στρ. ο γεωμετρικός τόπος τών σημείων τών κλιτύων, από όπου αποκαλύπτεται στα μάτια τού παρατηρητή ολόκληρο το έδαφος μέχρι τις υπώρειες3. ναυτ. νέφος με σκούρο χρώμα που εμφανίζεται στον ορίζοντα προμηνύοντας σφοδρή καταιγίδα4. ωκεαν. η γραμμή στην οποία περατώνεται προς τα επάνω η χαίτη κάθε κύματος και η οποία εκτείνεται σε όλο το μήκος του5. βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών τής οικογένειας ορχιδίδεςαρχ.1. καταφρόνηση, έπαρση, υπεροψία2. κρηπίδωμα, ανάχωμα («ὀφρὺς ἀπότομος», Πολ.)3. απότομη όχθη ποταμού («ἐπ' ὀφρύων ποταμοῡ», πάπ.)4. επιστύλιο5. (κατ' επέκτ.) η παραλία («ἐπ' ὀφρύσιν αἰγιαλοῑο», Απολλ. Ρόδ.)6. είδος φυτού7. συχνά χρησιμοποιείται μαζί με το ρ. νεύω προκειμένου να δηλωθεί συναίσθημα, ευχάριστο ή δυσάρεστο, ή συναίνεση σχετικά με κάποιο συμβάν (α. «ἀνὰ δ' ὀφρύσι νεῡον ἑκάστῳ», Ομ. Οδ.β. «τὰς ὀφρῡς ἀνεσπακὼς ὥσπερ τι δεινὸν ἀγγελῶν», Αριστοφ.γ. «τὰς ὀφρῡς συνήγομεν κἀποιοῡμεν δεινά», Αριστοφ.)8. φρ. «καταβαλεῑν, λῡσαι, μεθεῑναι τὰς ὀφρῡς» — χαλαρώνω τα φρύδια μου, ηρεμώ ή αποκτώ χαρούμενη έκφραση.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ὀφρύς ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *bhrū- «φρύδι» και συνδέεται με αρχ. ινδ. bhrūh, αρχ. ιρλδ. forbru, αγγλοσαξ. brū (πρβλ. αγγλ. brow, γερμ. Braue), όπως και με τ. που εμφανίζουν διαφορετικά επιθήματα (πρβλ. αρχ. σλαβ. brŭvi, λιθουαν. bruvis, αρχ. νορβ. brūn, αβεστ. brvat-, μακεδονικό ἀβροῦτεςὀφρῦς). Το αρκτικό ὀτου τ. ὀφρύς αποτελεί, κατά μία άποψη, προθεματικό φωνήεν (πρβλ. και τον τ. ἀβροῦτες). Κατ' άλλη, όμως, άποψη, η οποία στηρίζεται στην παρουσία σε άλλες γλώσσες ορισμένων σύνθ. τ. (πρβλ. αγγλ. eye-brow, γερμ. Αuge-brauen), η λ. ὀφρύς (< *ὀπφρυς) είναι σύνθ. με α' συνθετικό το θ. ὀπ τού ὄπωπα* (πρβλ. όμμα). Η λ. ὀφρύς απαντά στα ανθρωπωνύμια Ὀφρυάδας, Ὄφρυλλος και πιθ. στο μυκηναϊκό reukoroopu2ru = Λευκό-οφρυς.ΠΑΡ. αρχ. οφρυάζω, οφρυαία, οφρυγνά, οφρύη, οφρυόεις, οφρυούμαι, οφρυώ, οφρυώδηςμσν.οφρύδιον.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. οφρυανασπίδης, οφρύκνηστον, οφρυόσκιος. (Β' συνθετικό) λεύκοφρυς, σύνοφρυςαρχ.αντόφρυς, δάσοφρυς, ένοφρυς, εύοφρυς, ίσοφρυς, κυάνοφρυς, λασίοφρυς, λυκόφρυς, μελάνοφρυς, μεσόφρυς, μίξοφρυς, υπέροφρυς, χρύσοφρυς].
Dictionary of Greek. 2013.